αδένωμα

αδένωμα
Καλοήθης όγκος ενός αδένα που εμφανίζεται σε διάφορα αδενοφόρα όργανα (μαστοί, στομάχι, νεφρά, θυρεοειδής κλπ.). Ανάλογα με το μέρος όπου εμφανίζεται, παίρνει και την ονομασία του, όπως π.χ. προστατικό α., μαστικό α. κλπ. Τo α. πιέζει τους διπλανούς ιστούς χωρίς να διεισδύει σε αυτούς και σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να έχει βαθμιαία κακοήθη εξέλιξη, γι’ αυτό και πρέπει να αφαιρείται έγκαιρα. α. του προστάτη υπερτροφία του προστάτη.Καλοήθης όγκος που δημιουργείται από τους περιουρηθρικούς αδένες. Το προστατικό α., καθώς μεγαλώνει, χαλαρώνει τον μυ της ουροδόχου κύστης, με αποτέλεσμα να διαταράσσεται η ικανότητά του να συσπάται. Η ασθένεια συναντάται σε άντρες της κλιμακτηριακής ηλικίας, εκδηλώνεται αρχικά με συχνοουρία, ιδιαίτερα τη νύχτα, και αργότερα εμφανίζεται δυσκολία στο άδειασμα της κύστης, που δεν μπορεί πια να κενωθεί τελείως. Η ασθένεια βαθμιαία επιδεινώνεται, τα ούρα βγαίνουν συνεχώς κατά σταγόνες και σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να εξελιχθεί σε οξεία κατακράτηση των ούρων. Η κατάσταση αυτή διαταράσσει τη λειτουργία των νεφρών και στον ασθενή εμφανίζεται εξάντληση, δίψα, ευκοιλιότητα ή δυσκοιλιότητα, ελάττωση του βάρους και ανορεξία. Σε ό,τι αφορά τη θεραπεία, ο ασθενής υποβάλλεται αρχικά σε δίαιτα και παίρνει ορμονικά παρασκευάσματα, αλλά αν η ασθένεια βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο, επιβάλλεται χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του αδενώματος (αδενωματεκτομή).
* * *
το Ιατρ.
καλοήθης, κατά κανόνα, όγκος τού επιθηλιακού ιστού με αφετηρία το επιθήλιο τών αδένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < adenoma, νεολατινικός επιστημονικός όρος, ελληνογενής < ἀδ-ήν, -ένος + κατάλ. -ωμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδένωμα — το, ατος (ιατρ.), διόγκωση των αδένων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδενοειδής — ἀδενοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με αδένα νεοελλ. Ιατρ. παλαιός χαρακτηρισμός διαφόρων τύπων επιθηλιωμάτων, όπως το μεταστατικό αδένωμα τού θυρεοειδούς …   Dictionary of Greek

  • θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To …   Dictionary of Greek

  • ιδραδένωμα — ή ιδρωταδένωμα, το μικρός επιθηλιακός όγκος που αναπτύσσεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hidradenome < hidr (πρβλ. ιδρ(ο) < ιδρώς, ώτος) + adenome (πρβλ. αδένωμα)] …   Dictionary of Greek

  • λεμφαδένωμα — το ιατρ. γενικός χαρακτηρισμός κάθε υπερπλασίας λεμφικού ιστού υπό μορφή όγκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lymphadenome < lymph(o) (πρβλ. λεμφ[ο] ) + adenome (πρβλ. αδένωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1890… …   Dictionary of Greek

  • προστατίτιδα — η, Ν ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τού προστάτη η οποία μπορεί να οφείλεται σε λοίμωξη τού ουροποιογεννητικού συστήματος από κοινά μικρόβια ή από γονόκοκκο και να έχει μερικές φορές ως αφετηρία ένα αδένωμα τού προστάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… …   Dictionary of Greek

  • υπερπαραθυρεοειδισμός — ο, Ν ιατρ. αυξημένη έκκριση παραθορμόνης από τους παραθυρεοειδείς αδένες, καλοήθης, συνήθως, πάθηση που οφείλεται σε αδένωμα τών παραθυρεοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperparathyroidism < υπερ * + παρ(α) * + θυρεοειδής + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • ακρομεγαλία — Ασθένεια που οφείλεται σε υπερβολική έκκριση σωματοτρόπου ορμόνης από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης και χαρακτηρίζεται από αύξηση του όγκου σε όλους τους ιστούς, τους μυς, τα οστά κλπ., ιδιαίτερα όμως στα ακραία τμήματα των χεριών, των ποδιών και …   Dictionary of Greek

  • παραθυρεοειδείς — (Ανατ.). Μικροί ενδοκρινείς αδένες, συνήθως τέσσερις, που βρίσκονται πίσω από τους πλάγιους λοβούς του θυρεοειδούς· το έκκριμά τους, η παραθορμόνη, συμμετέχει στη ρύθμιση του μεταβολισμού του ασβεστίου και του φωσφόρου, και συνεπώς στη διεργασία… …   Dictionary of Greek

  • Ρεκλινγκχάουζεν, νόσος του- — Ονομασία δύο παθήσεων, που επισήμανε ο Γερμανός παθολόγος Φρίντριχ φον Ρεκλινγκχάουζεν (1833 1910). Η πρώτη, που ονομάζεται και νευροϊνωμάτωση, αντιστοιχεί σε μια κατάσταση συγγενή και συχνά οικογενή, που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”